- μακρομερίς
- ηζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας pompilidae, που είναι μεγαλόσωμες λαμπρόχρωμες σφήκες τής νότιας Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macro-meris < macro- (< μακρ[ο]-*) + meris (< μέρος)].
Dictionary of Greek. 2013.